25.4.08

Κόσμος Vs Κλέα 1-0

3 μήνες ήμουν χωρίς ιντερνετ. 3 μήνες συνέβησαν πολλά και τίποτα. 3 μήνες έχω να διαβάσω βλόγια. 3 μήνες πέρασαν. Ζήλεψα, έκλαψα, γέλασα, κουράστηκα, κοιμήθηκα, ξαγρύπνησα, και πολλά άλλα. Έφτασε πια Πάσχα. Και εγώ είμαι στα όρια μου. Δεν είμαι χαρούμενη. Θέλω τόσο πολύ να είμαι.
15 χρόνια πριν ήμουν εγώ. Πάντα με παραπάνω κιλά, πάντα με νεύρα, πάντα τσαμπουκαλού και ό,τι να'ναι. Όσες φορές με είχε ρωτήσει κάποιος τι θα άλλαζα πάνω μου, πάντα έλεγα το ίδιο. Ό,τι να'ναι εκτός από την προσωπικότητα μου. Μου άρεσε που είχα τσαμπουκά. Μου άρεσε που στενοχωριόμουν και το καταλάβαινε το 1/100 του πληθυσμού που με ήξερε, κι αυτό στο 20% των περιπτώσεων. Βράχος η Κλέα. Ακούραστη. Δυναμική, αποφαισμένη πως όποια μαλακία και αν της καθότανε θα την προσπερνούσε με μεγάλες δρασκελιές. Πολύ με γούσταρα.
Τώρα είμαι 30 ετών. Είμαι χρεωμένη και δεν πρόκειται να ξεχρεώσω άμεσα. Είμαι εκατομμύρια κιλά. Βαριέμαι να βγάλω τα φρύδια μου. Στη δουλειά μου δεν χαμογελάω. Τις στιγμές που είμαι ευτυχισμένη φοβάμαι πως θα συμβεί το χειρότερο. Φοβάμαι και τη σκιά μου. Φοβάμαι πως θα πάω να βγάλω τις αμυγδαλές μου και θα πεθάνω. Φοβάμαι πως έχω διαβήτη, χοληστερίνη, και πως θα πεθάνω στα 35 μου από εγκεφαλικό ή καρδιακό. Φοβάμαι πως θα πέσει κάποια καταστροφή σε αυτούς που αγαπώ. Φοβάμαι πως δεν θα πάρω ποτέ τη ζωή μου στα χέρια μου. Πως θα έχω ανάγκη πάντα να είμαι σε μια μίζερη δουλειά σε μίζερη κατάσταση, σε μια μίζερη ζωή. Φοβάμαι πως έχω γίνει η πλέον αδιάφορη γυναίκα στον κόσμο. Πως έχω χάσει το χιούμορ μου, πως έχω χάσει τη γυαλάδα στο μάτι μου που τόσο τη γούσταρα. Φοβάμαι πως δεν είμαι πλέον επιθυμητή σαν γκόμενα, και πως θα πρέπει να παρακαλάω για να πηδηχτώ. Φοβάμαι να στείλω στο διάολο τον διάολο μου. Φοβάμαι τον εαυτό μου. Θέλω να σταματήσω να κλαίω.
Φοβάμαι τόσο πολύ και θέλω να μείνω μόνη μου. Θέλω να μην ακούω άνθρωπο. Δεν θέλω κανένας να μου πει πως όλα θα πάνε καλά. Δεν είμαι αχάριστη. Ξέρω πως έχω να φάω, και πως έχω και τα 2 πόδια, και τα 2 χέρια μου. Θέλω να ανασάνω όμως. Θέλω να μπορώ να ουρλιάξω. Θέλω να μπορώ να νευριάζω χωρίς να φοβάμαι. Θέλω να μπορώ να κλάψω. Θέλω ηρεμία. Θέλω να ξυπνάω το πρωί και να μην μου φωνάζουν. Θέλω να κοιμάμαι το βράδυ με ένα χάδι. Θέλω πολλά... Θέλω το κουράγιο να αποδεχτώ αυτά που συμβαίνουν.

Θεέ μου, δώσε μου το κουράγιο να αλλάξω αυτά που μπορώ να αλλάξω, την καρτερικότητα να αποδεχτώ αυτά που δεν μπορώ να αλλάξω και τη σοφία να καταλαβαίνω τη διαφορά......

Κάποια από αυτά τα έχω ήδη. Είμαι πνιγμένη όμως. Είμαι πνιγμένη στα χρ΄΄εη και στη γκρίνια. Σε μια καρικατούρα του εαυτού μου. Ο Δ. προσπαθεί να μου πει πως είναι δίπλα μου. Όλα θα πάνε καλά. Και εγώ τον πιστεύω. Τι είναι όμως αυτό που καταδυναστεύει τη σκέψη μου, και με κάνει να αισθάνομαι πως όλα τελειώνουν? Μόλις περνάει ο Επιτάφιος απ'έξω. Δεν είναι πολύ θρησκευόμενη, αλλά αισθάνομαι πως θρηνώ κι εγώ για κάτι με όσους πιστούς θρηνούν για τον φυσικό θάνατο του Κυριου τους. Εγώ θρηνώ για την Κλέα που ήξερα κι αγαπούσα. Για εκείνη που πάντα με στήριζε στα δύσκολα που είχαν έρθει, και που αν ήταν εδώ θα με στήριζε για τα δύσκολα που θα έρθουν. Η ώρα είναι 21¨33 τώρα που γράφω. Δεν ήθελα να γράψω. Ήθελα τόσο πολύ να μιλήσω όμως. Να μιλήσω σε κάποιον που να μη με ξέρει. Ή σε κάποιον που με ξέρει. Όλα θα πάνε καλά. Έτσι εκβιάζω τον εαυτό μου. Τα μάτια μου είναι μαύρα από το κλάμα. Αναρωτιέμαι αν η αγάπη που αισθανόμαστε και γεμίζει τις ζωές μας, είναι κάτι που νιώθουμε ή κάτι που το μυαλό μας λέει πως πρέπει να νιώσουμε. Ελπίζω πως είναι το πρώτο. Γιατί χωρίς αγάπη δεν μπορώ να σωθώ. Είμαι άδεια. Μόνο εσύ μπορείς να με σώσεις. Εσύ κι εγώ. Αλλά σε κουράζω.