Σαν βγεις στον πηγεμό για την Αθήνα να έυχεσαι να'ναι βραχύς ο δρόμος, και να μην σε πιάσει στα χέρια του ο ΟΣΕ...
Οδοιπορικό 4 αναξιοπαθούντων...
Κυριακή 8 Ιουλίου 2007 (το τονίζω... 2007, και όχι 1950)
Μεσημέρι... 4 φιγούρες προχωρούν στην καυτή άσφαλτο που περιβάλλει το λιμάνι της Κερκύρας. Φορτωμένες με μπαγκάζια... Το καράβι έχει φτάσει. Η ΑΝΕΚ τους γλύτωσε από την ταλαιπωρία και άργησε μόνο κάνα μισάωρο να έρθει. Λογικά μέχρι την αναχώρηση δεν θα έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη της ώρας. Τυχεροί είναι.
Έχουν ξυπνήσει νωρίς το πρωί. Είναι μεσημέρι. Το αγόρι της μεγαλόσωμης μελαχροινής νυστάζει. Είχαν τσακωθεί λίγες ώρες πριν, και η ταλαιπωρία του τσακωμού ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που αγαπιούνται τους γρατζουνάει την διάθεση. Έχει ακουμπήσει το κεφάλι του στα πόδια της, και του χαιδεύει την πλάτη προσπαθώντας να του μεταδώσει το ότι αισθάνεται χαζή που τσακώνονται για ανοησίες. Ψιλόλιγνος Αιγόκερως κάθεται απέναντι τους διαβάζοντας περιοδικό με μηχανές. Ο κολλητός του. Κοντούλα καστανή έχει κουρνιάσει στη γωνία του καναπέ. Η κολλητή της.
Τετράδα κάπως κουρασμένη, κάπως νυσταγμένη... Μέσα στις επόμενες ώρες θα παίξουν μονόπολη, ταμπού, και θα φάνε τοστ. Δεν κοιμούνται, γιατί θα ξεκουραστούν στο τραίνο. (Σαρδόνιο γέλιο ακούγεται αχνά πίσω από τη φωνή της αφηγήτριας.)
Η κολλητή αποφασίζει να φύγει με το πούλμαν που έχει το καράβι και πάει Σύνταγμα. Οι υπόλοιποι έχουν εισιτήριο για τραίνο, και αποφασίζουν να τηρήσουν το πρόγραμμα. Χαιρετιούνται. Η ψηλή ελπίζει να μην ταλαιπωρηθεί η φίλη της με το πούλμαν. (Το σαρδόνιο γέλιο έχει αρχίσει να σπάει τα νεύρα της αφηγήτριας.)
Φτανουν Πάτρα. Χαιρετιούνται. Οι 4 φιγούρες που έμειναν 3, ακολουθούν τη ρότα προς ένα στέκι με κοτόπουλα, αποφασίζουν πως είναι ακόμη νωρίς(η ώρα είναι 10 περίπου, και το τραίνο για Αγίους Αναργύρους φεύγει 2:31 από το σταθμό), και κάθονται για καφέ. Η παραγγελία φτάνει λάθος, αλλά όλα διορθώνονται. Η ώρα περνάει. Κάπου εκεί περνάει και η κλαψομουνιά της ψηλής που φοβάται πως ο μικρός της δεν την αγαπάει πλέον. Ξεπερνάει την αυτολύπηση της και τον φόβο της, του σκάει φιλί και καταπίνει μια μπουκιά από τηγανιτές πατάτες μασκαρεμένες σε τυρομπεικον, από το νέο στέκι τους μετά την καφετέρια. Η ώρα είναι πλέον 1:30π.μ. Δευτέρα 9/7/7. Ξεκινούν για τον σταθμό.
Ξανθιά μαυροφορεμένη 25-30χρονη τσιγγάνικης ή παρόμοιας καταγωγής, με πρόβλημα στο πόδι, και χρονοκαθυστέρηση στην φωνή που μόνο "ουσίες" προκαλούν, φωνάζει έξω από τον σταθμό:
"έχει ηρωίνη, να τον πετάξετε έξω", και αντίστοιχες σχεδόν ασυναρτησίες, ή τέλος πάντων ατακες που το μη εκπαιδευμένο αυτί δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει. Κάθονται. Στον πίνακα φαίνεται πως όλα πάνε καλά.
Αγ.Ανάργ ......... 2:31
Περιμένουν........Στο βάθος βλέπει κατσαρίδες να κάνουν βόλτες στο πλακόστρωτο του σταθμού. Αναθεματίζει. Στην Κέρκυρα δεν έχει δει ποτέ μια κατσαρίδα. Ίσως μία. Κοιτάει πίσω στο τοίχο, και πετάγεται έντρομη όταν βλέπει μια κατσαρίδα να διαγράφει πορεία πάνω στον τοίχο πίσω από τον ώμο του κολλητού. Πετάγονται πάνω. Η κατσαρίδα εκτελείται για τα εγκλήματα της απένταντι στην ανθρωπότητα. Ξανακάθονται χωρίς να ακουμπούν πίσω.
Περιμένουν....... Κύριος ψηλός γεροδεμένος κάνει φασαρία. Πάει από την μία άκρη του σταθμού στην άλλη, μπαίνει στο γραφείο του σταθμάρχη, και ακούγονται φωνές που διακόπτουν τον νωχελικό περίπατο των κατσαρίδων. Δεν καταλαβαίνουν γιατί φωνάζει.
Περιμένουν...... Ο κύριος με τις φωνές έχει κάτσει στο διπλανό παγκάκι και σηκώνει 20ευρω επιδεικτικά στον αέρα... "Μα είναι δυνατόν να είναι πλαστό? Σου φαίνεται αυτό δηλαδή εσένα πλαστό?" Ξαφνιάζονται συνειδητοποιωντας πως αυτός ήταν ο λόγος των φωνών. Γελάνε. Λες και θα καταλάβει κοιτώντας το εικοσάρικο από χαμηλά...
Περιμένουν.....Η ξανθιά πλέον έχει μπει μέσα στον σταθμό, και συζητάει σε ακατανόητη διάλεκτο και ύφος ναρκωμανούς/τρελού/μεθυσμένου με συγχωριανό της αμόρε κομματιασμένο από ξίδια ίσως, ή από πάσης φύσεως ναρκωτικά που σέρνεται από παγκάκι σε παγκάκι. "Τώρα που θα δεις τη μάνα μου να είσαι σοβαρός...." Η ώρα είναι 2:40.
Το αγόρι της λέει, όταν φτάσει το τραίνο, να μπουν σε διαφορετικό βαγόνι από το ζευγαράκι, και εκείνη συμφωνεί.
Περιμένουν.... Τρεις και κάτι φτάνει τραίνο στην απέναντι αποβάθρα για Καλαμάτα. Φαίνεται κάπως παλιό. Μετά από λίγο φτάνει και το δικό τους τραίνο. Δύο βαγόνια. Δεν ήταν σίγουροι αν ήταν το τραίνο τους. Αυτό έλεγαν πως ήταν για Κιάτο. Αλλά δεν πάνε Κιάτο. "Θα πάρετε μετά εισιτήρια για προαστιακό" τους λέει κάποιος. Μπαίνουν στο τραίνο.
Ώπα!
Σήκωνε στην πλάτη της το τεράστιο εκδρομικό σακίδιο της και ανέβαινε τα σκαλιά όταν την πήρε η μπόχα. Σήκωσε τα μάτια προς τα πάνω και ανακάλυψε πως είχε διακτινιστεί σε άλλη ήπειρο 30 χρόνια πίσω.
Γενικά είναι πολύ αντιρατσίστρια, αλλά εκείνο το λεπτό σκέφτηκε να το κόψει. Οι θέσεις ήταν όλες κατειλημμένες σε αυτό το βαγόνι από αφρικάνους, πακιστανούς και άλλους ανθρώπους . Αυτό κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα την ενοχλούσε. Μένει στην Κυψέλη βλέπετε. Έχει συνηθίσει και συμπαθήσει αρκετούς ανθρώπους άλλων φυλών και εθνικοτήτων... Δαύτοι όμως... Πρέπει να είχαν τσακωθεί με το νερό. Με σαγιονάρες ή ξυπόλητοι αφού λόγω ώρας ήταν όλοι αραχτοί στα καθίσματα, ήταν όλοι ξαπλωμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Μπαγκάζια δεξιά και αριστερά προχειροκλεισμένα με ταινίες και χαρτόκουτα στριμωγμένα κάτω από τις θέσεις ή πάνω σε αυτές.
Η μυρωδιά ήταν δύσκολο να την περιγράψεις. Το μυαλό της ψηλής σάστισε, αν και συνήθως είναι πολύ ευφάνταστο ον. Σκέφτηκε πως έτσι πρέπει να μυρίζει ίσως ο θάλαμος 300 φαντάρων γύρω στις 4 το πρωί, μετά από ολοήμερη άσκηση, με κομμένο νερό, και αφού έχουν φάει φασολάδα για βραδυνό.
Φεύγουν για το άλλο βαγόνι. Εκείνη κοιτάει απορημένη ακόμα πίσω...
Φεύγουν για το άλλο βαγόνι. Εκείνη κοιτάει απορημένη ακόμα πίσω...
Το δεύτερο βαγόνι είναι πιο ανθρώπινο. Είναι εκείνο που του έλειπαν τα κουτιά με τις κότες και η Βουγιουκλάκη να τραγουδάει "1,2,3 χοοοοπ, το ριξα στο σορολόπ"... Τυχέρη. Η ψηλή δεν είχε πάρει σορολόπ μαζί, το ξέχασε σπίτι. Στο ένα κάθισμα είχε ξαπλώσει στις 2 θέσεις ένας γεράκος, και στις 2 απέναντι είχε θρονιαστεί και φώναζε το "ζευγαράκι". Ο καλός της ξανθιάς αποφάσισε να πάει Αθήνα και έψαχνε ψιλά για το εισιτήριο.
Τις άλλες θέσεις καταλαμβαναν ημιφυσιολογικοί χαρακτήρες, 3 σακούλες (αναρωτιέμαι αν είχαν πληρώσει εισιτήριο), 2 πιτσιρίκια που κοιμόντουσταν, και ένα κάρο(ή μάλλον 1 τραίνο) όρθιοι άνθρωποι. Τα όνειρα τους για ύπνο πήγαν για βρούβες.
Όταν δε είχε εμφανιστεί ο εισπράκτορας τους ενημέρωσε πως όντως μέχρι Κιατο θα τραβούσαν, και μετά νέο εισιτήριο για προαστιακό.
"Μα... Μέχρι Αθηνα δεν έχουμε πληρώσει?"
Οι ώμοι του πήραν την ανιούσα...
"Μα... Μέχρι Αθηνα δεν έχουμε πληρώσει?"
Οι ώμοι του πήραν την ανιούσα...
1,30 ώρα μετά βρήκαν να κάτσουν. Η νύστα είχε μετατρέψει τα μάτια της αγάπης της σε κόκκινες μουντζούρες στο πρόσωπο του. Ο κολλητός αντιμετώπιζε στωικά το θέμα. Εκείνη είχε μείνει ακόμη απορημένη. Έφτασαν με τα πολλά Κιάτο. Είχε εκνευριστεί αφάνταστα με την ξανθιά που δεν είχε βάλει γλώσσα μέσα της.
Σκονισμένο βαγόνι προαστιακού περίμενε στο σκονισμένο σταθμό. Έτρεξαν μέσα. Άλλα κιβώτια, άλλη ξυπολησιά, ίδιος κόσμος, ίδια ιδρωτίλα. Κλιματισμός, φως υγιές. Ενδιαφέρουσα αλλαγή. Εισιτήριο δεν πλήρωσαν. Όχι γιατί είχαν πληρώσει ούτως ή άλλως, απλά γιατί ήταν πρώτο δρομολόγιο και ο θάλαμος εισιτιρίων δεν ήταν ανοικτός. Κοιμήθηκε στην πλάτη της. Κοιμήθηκε κι εκείνη με τα πόδια απλωμένα πάνω στο σακίδιο της. Έφτασαν πρωι στο Ηράκλειο.
Κατέβηκαν.
Χαιρετίστηκαν.
Αποφάσισαν τον Αύγουστο να γυρίσουν με κτελ.